ἀνδριαντοεργάτης
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
ον, ὁ,
A = ἀνδριαντοποιός, Tz. H.10.268.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοεργάτης: -ου, ὁ = ἀνδριαντοποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 268.