καταφυγὴ

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek (Liddell-Scott)

καταφῠγὴ: ἡ, πρόσωποντόπος εἰς ὃν καταφεύγει τις διὰ νὰ εὕρῃ ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου, ἢ καὶ βοήθειαν καὶ προστασίαν, Ἡρόδ. 7. 46· ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμοὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 267· κ. σωτηρίας, ἀσφαλὲς καταφύγιον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 724· μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 1, 2. 2) μετὰ γεν., κ. κακῶν, καταφύγιον ἀπὸ.., αὐτόθι 448· τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμοὺς Θουκ. 4. 98· κατ. ἔχειν, κατ. ποιεῖσθαι εἴς τινα, καταφεύγειν, Εὐρ. Ἱκέτ. 267, Ὀρ. 567, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 6˙ εὐρίσκειν, κατ. ἐστὶ εἰς θεοὺς Πλάτ. Νομ. 699Β, κτλ.˙ εἰς τοὺς νόμους Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίπ. 25, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 56. ΙΙ. τρόπος ἐκφυγῆς, πρόφασις εἰς ἢν καταφεύγει τις, Δημ. 1131. 15., 1263. 20.