ἀρχιερωσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A high-priesthood, Ἀπόλλωνος OGI244.21 (Daphne, ii B.C.), cf. BGU362v11 (iii A.D.), etc.; = pontificatus maximus, Plu. Pomp.67; of the Jewish high-priesthood, LXX 1 Ma.7.21, J.AJ15.3.1, al.
German (Pape)
[Seite 366] ἡ, Oberpriesterthum, Plut. Pomp. 67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιερωσύνη: ἡ, τοῦ ἀρχιερέως τὸ ἀξίωμα, Πλουτ. Πομπ. 67, Ἑβδ. (Α΄. Μακκ. ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719, 2767, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως ἀρχιερότης, ητος, ἡ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 2. σ. 124Β.