παρυφίστημι
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
A place close beside :—pres. Act. only in form παρυφιστάνω, indicate, A.D.Adv.129.18 : pf., stand close beside, παρυφέστηκε τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλον Proll. Hermog. in Rh. 4.21 W. II Pass., with aor. 2 -υπέστην, subsist coordinately with, τινι Stoic. 2.48, S.E.P.1.205, D.L.9.105, Plot.2.9.14, Porph.Sent.43, Ascl. in Metaph.371.2 : abs., Simp. in Cat.110.5. 2 arise in consequence, J.AJ15.8.4 ; παρυφιστάμενος φόβος instinctive dread, Herod.Med. ap. Orib.8.3.7 ; τὸ ἐξ ἑκάστης λέξεως παρυφιστάμενον νοητόν A.D.Synt. 4.5 ; τὰ ποικίλως παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων ib.297.5. 3 τὸ παρυφιστάμενον deposit in urine, Gal.6.251 (pl.), 19.574.
German (Pape)
[Seite 529] (s. ἵστημι), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παρυφίστημι: ἵστημί τι παραπλεύρως, πλησίον·―πρκμ. παρυφέστηκα, ἕστηκα παρά, παρυφέστηκε δὲ τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλόν τι Ρήτορες (Walz) 4. 21. II. προσθέτω ὡς μέρος οὐσίας τινός, Ψελλ. ― Παθ., ὑπάρχω ὡς ἐξηρτημένος ἐκ τινος, τινι Διογ. Λ. 9. 105, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 205, π. Μ. 8. 13.