ἐξαυθαδίζομαι
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
strengthd. for αὐθαδίζομαι, J.AJ15.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυθᾱδίζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐθαδίζομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10. 4.