δορκάδειος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, (δορκάς)
A of an antelope or gazelle, ἀστράγαλοι Thphr.Char.5.9, Plb.26.1.8:—also written δορκάδεοι, ἀστράγαλοι IG2.766.23, cf. PSI4.331.2, 444.2 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 658] vom Reh, δορκάς, z. B. ἀστράγαλοι, Pol. 26, 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δορκάδειος: [ᾰ], -α, -ον, (δορκὰς) ἀνήκων εἰς δορκάδα, Θεόφρ. Χαρ. 5 (21), Πολύβ. 26. 10, 9.