νάρκη

From LSJ
Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάρκη Medium diacritics: νάρκη Low diacritics: νάρκη Capitals: ΝΑΡΚΗ
Transliteration A: nárkē Transliteration B: narkē Transliteration C: narki Beta Code: na/rkh

English (LSJ)

ἡ,

   A numbness, deadness, caused by palsy, frost, fright, etc., Hp.VM22, Aph.5.25; ν. κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται Ar.V.713, cf. Arist.HA515b20, Pr.867b29, 954a23 (pl.).    II torpedo, electric ray, which benumbs any one who touches it, Antiph.132.2, Anaxandr.41.52, etc.; ἡ πλατεῖα ν. ἡ θαλαττία Pl.Men.80a, cf. Arist.HA620b19; ν. ποταμία the Egyptian electric eel, Malapterurus electricus, PMag.Osl.1.284, cf. Ath.7.312b: in metapl. acc. νάρκᾰ Opp.C.3.55.

German (Pape)

[Seite 229] ἡ (s. auch νάρκα), ein Fisch, torpedo, bei dessen Berührung man einen lähmenden elektrischen Schlag bekommt, der Krampfroche, Ath. VII c. 95 p. 314, mit Beispielen aus com.; δοκεῖς μοι ὁμοιότατος εἶναι ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ, Plat. Men. 80 a; Arist. H. A. 9, 37 u. A. – Das Erstarren, Starr-, Steifwerden eines Gliedes, die Lähmung; τί ποθ' ὥςπερ νάρκη μου κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται, Ar. Vesp. 713; Arist. probl. 2, 15. 6, 6; ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα (für νάρκη), Menand. bei Ath. VII, 314 b; einzeln bei Sp., z. B. Erstarrung vor Frost, ueben θερμασία, Plut. de sanit. tuenda p. 388.

Greek (Liddell-Scott)

νάρκη: ἡ, ἀναισθησία, παράλυσις, νέκρωσις, Λατ. torpor, προξενουμένη ἐκ γενικῆς παραλύσεως, παγετοῦ, φόβου, κτλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀφ. 1254· νάρκη καταχεῖται κατὰ τῆς χειρὸς Ἀριστοφ. Σφ. 713· ὡς νόσος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 7, Προβλ. 2. 15., 6. 6· - ὁ Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 1 λέγει καὶ νάρκα, περὶ οὗ ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 331. ΙΙ. πλατὺς ἰχθὺς ναρκῶν καὶ παραλύων πάντα ἐγγίζοντα αὐτόν, κοινῶς «μουδιάστρα», torpedo, Ἀθήν. 314Β· ἡ πλατεῖα ν. ἡ θαλαττία Πλάτ. Μένων 80Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3, κατὰ μεταπλ. αἰτ. νάρκᾰ, Ὀππ. Κυν. 3. 55.