δακτυλικός

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλικός Medium diacritics: δακτυλικός Low diacritics: δακτυλικός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: daktylikós Transliteration B: daktylikos Transliteration C: daktylikos Beta Code: daktuliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).    2 for the anus, ἔμπλαστρος Orib.Fr.83, Cass.Fel.74.    II dactylic, ῥυθμός Longin.39.4, Heph.4. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι Eust.11.25.    III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.

German (Pape)

[Seite 520] 1) für die Finger bestimmt, ὄργανον, ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; ψῆφος, der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, ῥυθμός Longin.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. ψῆφος, λίθος ἐντεθειμένος εἰς δακτύλιον, Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ δακτυλικός, ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.