Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
Full diacritics: μαστῐχέλαιον | Medium diacritics: μαστιχέλαιον | Low diacritics: μαστιχέλαιον | Capitals: ΜΑΣΤΙΧΕΛΑΙΟΝ |
Transliteration A: mastichélaion | Transliteration B: mastichelaion | Transliteration C: mastichelaion | Beta Code: mastixe/laion |
τό,
A mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).
μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον [[[ἔλαιον]]]).