εὐαρδής
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
ές,
A well-watered, γῆ Agath.5.12.
German (Pape)
[Seite 1057] ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρδής: -ές, ὁ καλῶς ἀρδεύων, ποτίζων, Πλούτ. 2. 912F· πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ εὐαλδής.