οἰακιστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A steersman, pilot, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκιστής: -οῦ, ὁ, πηδαλιοῦχος, κυβερνήτης, Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.
Full diacritics: οἰᾱκιστής | Medium diacritics: οἰακιστής | Low diacritics: οιακιστής | Capitals: ΟΙΑΚΙΣΤΗΣ |
Transliteration A: oiakistḗs | Transliteration B: oiakistēs | Transliteration C: oiakistis | Beta Code: oi)akisth/s |
οῦ, ὁ,
A steersman, pilot, Suid.
οἰᾱκιστής: -οῦ, ὁ, πηδαλιοῦχος, κυβερνήτης, Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.