κισσοποίητος
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ον,
A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.