χαλαρός

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλᾰρός Medium diacritics: χαλαρός Low diacritics: χαλαρός Capitals: ΧΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: chalarós Transliteration B: chalaros Transliteration C: chalaros Beta Code: xalaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A slack, loose, δέρματα Hp.Aph.5.71; ὑποδήματα Ar.Th.263; ἁλύσεις Th.2.76; χαλινός X.Eq.10.3, cf. 7.1; θῶραξ ib. 12.1; χ. κοτυληδών loose, supple joint, Ar.V.1495 (anap.); χ.κνήμη, opp. σκληρά, X.Eq.7.6; χ. ἁρμονίαι loose, languid, effeminate music, Pl.R.398e; χαλαρωτέραν . . ἐποίησε χορδαῖς δώδεκα (sc. τὴν μουσικήν) Pherecr.145.5; χ. πόροι relaxed, open pores, Arist.HA514a32; τὸ χ., = χαλαρότης, Anaximen.1. Adv. -ρῶς Hp.Fract.16; χ. ἐνηρμόσθαι, δεδέσθαι, Plb.34.3.5, Gp.5.8.4.

German (Pape)

[Seite 1326] nachgelassen, schlaff, lose; ὑποδήματα Ar. Th. 263; ἁλύσεις Thuc. 2, 76; χαλινός Xen. equ. 10, 3; ἄρθρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden, MMedle.; vgl. νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἐμοῖς στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1494; – übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze, Plat. Rep. III, 398 e. – Adv., χαλαρῶς ἐνήρμοσται ἡ ἐπιδορατὶς δόρατι Pol. 34, 3,5.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλᾰρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, χαλαρός, δέρμα Ἱππ. Ἀφορ. 1256· ὑποδήματα Ἀριστοφ. Θεσμ. 263· ἁλύσεις Θουκ. 2. 76. χαλινὸς Ξεν. Ἱππ. 10. 3, πρβλ. 7, 1· θώραξ αὐτόθι 12, 1· χ. κοτυληδών, ἄρθρωσις χαλαρὰ οὐχὶ συνεσφιγμένη, χαύνη, Ἀριστοφ. Σφ. 1495· οὕτω, χ. κνήμη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρὰ, Ξεν. Ἱππ. 7, 6· χ. ἁρμονίαι, ἐκτεθηλυμμέναι, ἄτονοι μουσικαὶ ἁρμονίαι, Πλάτ. Πολ. 398Ε· χαλαρωτέραν... ἐποίησε χορδαῖς δώδεκα (ἐξυπακ. τὴν μουσικὴν) Φερεκράτης ἐν «Χείρωνι» 1. 5· χ. πόροι, ἀνειμένοι, ἀνοικτοὶ πόροι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ― τὸ χαλαρόν, = χαλαρότης, Ἀναξίμ. παρὰ Πλουτ. 2. 947F. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763.