σκιαγραφέω

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφέω Medium diacritics: σκιαγραφέω Low diacritics: σκιαγραφέω Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΕΩ
Transliteration A: skiagraphéō Transliteration B: skiagrapheō Transliteration C: skiagrafeo Beta Code: skiagrafe/w

English (LSJ)

   A paint with the shadows, so as to produce an illusion of solidity at a distance, Pass., τὰ πόρρωθεν . . φαινόμενα . . καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Pl.R.523b; οἷον -ημένα ἀποστάντι πάντα ἓν φαινόμενα Id.Prm.165c: metaph., -ημένη ἡδονή deceptive, unreal, opp. παναληθής, καθαρά, Id.R.583b, cf. 586b, Lg.663c, Ph.1.589.    2 surround with a border, outline, βέλεσι σ. τινά, of a juggler, Philostr. VA2.28:—Pass., to be outlined, ἐσκιαγραφημένοις ἐπιβαλὼν χρώματα ib.1.2.

German (Pape)

[Seite 897] eigtl. schattiren, Schatten u. Licht in der Malerei gehörig anwenden, übh. darstellen im Umriß u. perspectivisch; τὰ πόῤῥωθεν φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα, Plat. Rep. VII, 523 b; Parm. 165 b u. öfter; bilden, φλὸξ ἄντρον τῷ Διονύσῳ σκιαγραφεῖ, Philostr. imagg. 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγρᾰφέω: ζωγραφῶ μὲ ἀποχρώσεις φωτὸς καὶ σκιᾶς, ζωγραφῶ ἰχνογραφικῶς, Λατ. adumbrare, Φιλόστρ. 728· βέλεσι σκ. τινα ὁ αὐτ. 81. ― Παθητ., τὰ πόρρωθεν ... φαινόμενα ... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Πλάτ. Πολ. 523Β· ὡς ἐσκιαγραφημένα τὰ δίκαιά ἐστι ὁ αὐτ. Ἐν Παρμ. 165C· μεταφορ., ἐσκ. ἡδονή, ἐζωγραφημένη ἀμυδρῶς, οὐχὶ πραγματική, ἀντίθετον τῷ παναληθής, καθαρά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583Β, πρβλ. 586Β· πρβλ. σκιαγραφία.