λακέρυζα
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ, (λάσκω)
A one that screams or cries, λ. κορώνη a cawing crow, Hes.Op.747, Ar.Av.609, A.R.3.929 (pl.); λ. κύων a yelping dog, Lyr.Adesp.135 (masc. λακέρυζος restored by Toup in AP9.317 for λακόρυζος).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰκέρυζα: ἡ, (√ΛΑΚ, λάσκω) ἡ κραυγάζουσα, κράζουσα, λ. κορώνη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρν. 609· λακέρυζα κύων, ὑλακτοῦσα σκύλλα, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. Πολ. 607Β· - τὸ ἀρσεν. λακέρυζος ἐπηνώρθωσεν ὁ Toup ἐν Ἀνθ. Π. 9. 317 ἀντὶ τοῦ λακόρυζος. Ἡσύχ.