διαιρετικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρετικός Medium diacritics: διαιρετικός Low diacritics: διαιρετικός Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diairetikós Transliteration B: diairetikos Transliteration C: diairetikos Beta Code: diairetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A logically distinguishable, Pl.Sph.226c.    2 able to divide, separative, Arist.Pr.884b35; δ. δύναμις Plu.2.1026d, cf. 952b.    3 given to resolving diphthongs, -κώτατοι οἱ Ἴωνες A.D.Pron.95.4.    4 suited for breaking up, λίθων Gal.19.694.    II in Logic, by means of division, ὅροι Arist.APo.91b39; διαιρετική, ἡ, as a branch of Dialectic, Ammon.in APr.7.31, cf. Iamb.Comm.Math.20; δ. μέθοδος Gal.10.115; δ. συλλογισμός disjunctive syllogism, with contradictory alternatives, Stoic.2.87. Adv. -κῶς Plu.2.802f.    III Rhet., concerned with distribution under heads, τέχνη Hermog.Inv.3.4, cf. Stat.6, Lib. Decl.49Intr.2.

German (Pape)

[Seite 579] ή, όν, zum Trennen, Unterscheiden gehörig, geschickt, Plat. Soph. 223 c; πῦρ δ. καὶ διαστατικόν Plut. pr. frig. 16; Sp.; διαιρετικῶς λέγειν, Plut. reip. ger. pr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν κατάλληλος, μεριστικός, Ἑρμογ.