ὄρχις
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ιος and εως, ὁ, Att. nom. pl. ὄρχεις, Ion. ὄρχιες,
A testicle, freq. in pl., testicles, Hdt.4.109, Hp.Aër.4, Eub.63.4 (anap.), etc. ; cf. ὄσχις. 2 in females, ovaries, Gal.2.810, al. II plant so called from the form of its root, salep, Orchis papilionacea, and O. longicruris, Thphr. HP9.18.3, Dsc.3.126. III ὄρχις, ἡ, a kind of olive, Colum.5.8; cf. ὀρχάς (B). (Cf. Avest. arazi 'testicles'.)
German (Pape)
[Seite 390] ιος u. εως, ὁ, plur. att. οἱ ὄρχεις, Soph. frg. 549, Ar. Nubb. 702 u. öfter, ion. ὄρχιες, – 1) die Hode, Her. 4, 109 u. Sp. – 2) eine Pflanze mit hodenförmigen Wurzelknollen, Theophr. u. Diosc. – Auch eine Olivenart, vgl. ὀρχάς.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχις: -ιος καὶ -εως, ὁ, Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. ὄρχεις, Ἰων. ὄρχιες, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρχῖδι», πληθ. ἀρχίδια», Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, κτλ.· πρβλ. ὄσχις. ΙΙ. φυτόν τι οὕτω καλούμενον ἐκ τοῦ σχήματος τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 3, Διοσκ. 3. 141. ΙΙΙ. ὄρχις, ἡ, εἶδος ἐλαίας, Columella· ἴδε ὀρχάς.