τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Full diacritics: γίγγλᾰρος | Medium diacritics: γίγγλαρος | Low diacritics: γίγγλαρος | Capitals: ΓΙΓΓΛΑΡΟΣ |
Transliteration A: gínglaros | Transliteration B: ginglaros | Transliteration C: gigglaros | Beta Code: gi/gglaros |
ὁ, a kind of
A flute or fife, Poll.4.82:—Dim. γιγγλάριον, τό, AB88; cf. γίγγρας.
[Seite 491] ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.
γίγγλαρος: ὁ, εἶδος αὐλοῦ, Πολυδ. Δ', 82· ὑποκορ. γιγγλάριον, τό, Α. Β. 88· πρβλ. γίγγρας.