ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Full diacritics: χᾰμαίπους | Medium diacritics: χαμαίπους | Low diacritics: χαμαίπους | Capitals: ΧΑΜΑΙΠΟΥΣ |
Transliteration A: chamaípous | Transliteration B: chamaipous | Transliteration C: chamaipous | Beta Code: xamai/pous |
ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος,
A going on foot, Poll.2.195,3.40.
χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.