γενειόλης
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Full diacritics: γενειόλης | Medium diacritics: γενειόλης | Low diacritics: γενειόλης | Capitals: ΓΕΝΕΙΟΛΗΣ |
Transliteration A: geneiólēs | Transliteration B: geneiolēs | Transliteration C: geneiolis | Beta Code: geneio/lhs |
ου, ὁ,
A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.
γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.