ἐνήδονος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A full of joy, delightful, Sch.E. Hec.828; ἐ. ὀφθαλμός 'glad eye', Heph.Astr. .1.
German (Pape)
[Seite 840] in Vergnügen, freudevoll, Schol. Eur. Hec. 811 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήδονος: -ον, (ἡδονὴ) πλήρης ἡδονῆς, «τὰς ἐνηδόνους νύκτας» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 535, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐνηδόνως, μεθ’ ἡδονῆς, διάφ. γρ. παρὰ Διοδ. 4. 78, Ἰω. Κλίμ. σ. 238. 12., 453. 35, κτλ.