ἐνήδονος
English (LSJ)
ἐνήδονον, full of joy, delightful, Sch.E. Hec.828; ἐ. ὀφθαλμός 'glad eye', Heph.Astr..1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1grato, placentero, que procura placer ἡ ἐ. ὑγρασία ref. el baño, Diad.Perf.52, ῥῦσαί με ἀπὸ πάσης ἐνηδόνου τρυφῆς Ephr.Syr.3.501E, ref. pensamientos A.Andr.Gr.49.18, νύκτες Sch.E.Hec.828D.
2 que denota placer o felicidad ὀφθαλμοὶ ἐνήδονοι Heph.Astr.1.1.191.
II adv. -ως placenteramente λαμπρῶς ἐσθίειν καὶ ἐ. Cyran.4.39.5.
German (Pape)
[Seite 840] in Vergnügen, freudevoll, Schol. Eur. Hec. 811 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήδονος: -ον, (ἡδονὴ) πλήρης ἡδονῆς, «τὰς ἐνηδόνους νύκτας» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 535, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐνηδόνως, μεθ’ ἡδονῆς, διάφ. γρ. παρὰ Διοδ. 4. 78, Ἰω. Κλίμ. σ. 238. 12., 453. 35, κτλ.
Greek Monolingual
ἐνήδονος, -ον (AM) ηδονή
μσν.
γοητευτικός, ωραίος
μσν.-αρχ.
1. γεμάτος ηδονή, ηδονικός, αισθησιακός
2. γεμάτος χαρά, χαρούμενος, ευχάριστος.