ἀσυνείδητος

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνείδητος Medium diacritics: ἀσυνείδητος Low diacritics: ασυνείδητος Capitals: ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ
Transliteration A: asyneídētos Transliteration B: asyneidētos Transliteration C: asyneiditos Beta Code: a)sunei/dhtos

English (LSJ)

ον, (σύνοιδα)

   A not privy to a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν Onos.4.2. Adv. -τως, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. POxy.123.16 (iii/iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνείδητος: -ον, (συνεῖδον) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. ἀσύνετος, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ τύπος: ἀσυνειδότως, ἄνευ συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 εἶναι ἀδόκιμος, ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.