βαρυκάρδιος
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
ον,
A heavy, slow of heart, LXXPs.4.2.
German (Pape)
[Seite 434] schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠκάρδιος: -ον, βαρύς, ἀναίσθητος τὴν καρδίαν, ὀκνηρός, Ἑβδ. (Ψαλμ. δ΄, 3), Ἐκκλ.