ἀμετάγνωστος

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

German (Pape)

[Seite 122] nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάγνωστος: -ον, ἀμετάβλητος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, μῖσος Ἰωσήπ. Α. Ι. 1510.1. Περὶ οὗ δὲν λαμβάνει τις ἀφορμὴν νὰ μετανοήσῃ, ἡδονὴ Μάξ. Τίρ. 1. 4.