ἀμετάγνωστος
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht
English (LSJ)
ον, unalterable, implacable, μῖσος J. AJ 16.10.1.
2not to be repented of, ἡδονή Max.Tyr. 1.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [pero -όν Fronto 1.276]
1 inmutable Poll.6.116, Gloss.2.84.
2 de sentimientos negativos implacable μῖσος I.AI 16.308
•del placer que no produce arrepentimiento, que no pesa ἡδονή Max.Tyr.30.4
•subst. τὸ ἀμετάγνωστον = falta de arrepentimiento τοῖς δὲ μικροῖς δώροις τό τε συνεχὲς πρόσεστιν καὶ τὸ ἀμεταγνωστόν para los regalos pequeños existe la continuidad y la falta de arrepentimiento Fronto 1.276.
German (Pape)
[Seite 122] nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάγνωστος: -ον, ἀμετάβλητος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, μῖσος Ἰωσήπ. Α. Ι. 1510.1. Περὶ οὗ δὲν λαμβάνει τις ἀφορμὴν νὰ μετανοήσῃ, ἡδονὴ Μάξ. Τίρ. 1. 4.
Greek Monolingual
ἀμετάγνωστος, -ον (Α) μεταγιγνώσκω
αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, άκαμπτος
2. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий