δίενος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A two years old, Thphr.HP7.5.5, 8.11.5.
German (Pape)
[Seite 619] zweijährig, Theophr., σπέρματα.
Greek (Liddell-Scott)
δίενος: -ον, δύο ἐτῶν, Λατ. biennis, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 5, 5· πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθην. τ. Α΄, σ. 66.