πολεμογράφος
From LSJ
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A describing wars, αὐδά, of an historian, IG 42(1).687 (Epid., ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πολεμογράφος: -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.