θεατρώνης
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lessee of a theatre, Thphr.Char.30.6.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, = θεατροπώλης; in Athen bekam er das Eintrittsgeld, θεωρικόν, u. mußte dafür das Theater im baulichen Zustande erhalten, auch eine Pacht an den Staat zahlen, Theophr. Char. 11.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς θεάτρου καὶ ἐπιμελητὴς αὐτοῦ ἐν Ἀθήναις, ὅστις ἐλάμβανεν ὡς δικαίωμα εἰσόδου τὸ θεωρικόν, ἀνθ’ οὗ ἐπλήρωνεν ἐνοίκιον εἰς τὴν πολιτείαν καὶ διετήρει τὸ θέατρον ἐν καλῇ καταστάσει, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 11. 3, Böckh P. E. 1. 294· πρβλ. ἀρχιτέκτων ΙΙ.