καρπόδεσμα
From LSJ
English (LSJ)
ων, τά,
A chains for the arms, armlets, Luc.Lex. 10:
German (Pape)
[Seite 1328] τά, Armfesseln, Armband, Luc. Lexiph. 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρπόδεσμα: -ων, τά, δεσμὰ τῶν καρπῶν, τῶν χειρῶν, ψέλια, βραχιόνια, Λουκ. Λεξιφ. 10.