σωμασκίας
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.
Greek (Liddell-Scott)
σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».