βαλαύστιον
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
τό,
A flower of the wild pomegranate, Dsc.1.111, Gal.11.847:—hence Adj. βαλαύστινος, PSI4.333.8 (iii B. C.). βαλαυστιουργός, ὁ, dyer (?), dub. in Alciphr.1.2.
German (Pape)
[Seite 428] τό, die Blüthe des wilden Granatbaums, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βαλαύστιον: τό, ἄνθος τῆς ἀγρίας ῥοιᾶς, Ἀριστ. Αἰτ. 1. 6, ἐν τέλ., Διόσκ. 1. 154.