σύμμιγμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A commixture, Plu.2.922a, 955a.
German (Pape)
[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.