συμφόρημα
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
-ατος, τό, that which is brought together, compound, Ph.1.184, Plu.2.955a; τέφρας καὶ ὕδατος Ph.1.654.
German (Pape)
[Seite 992] τό, das Zusammengetragene, der Haufen, die Menge, Plut. de pr. frig. 21.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
amas, monceau.
Étymologie: συμφορέω.
Russian (Dvoretsky)
συμφόρημα: ατος τό нагромождение, скопление (σύμμιγμα καὶ σ. τινος) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συμφόρημα: τό, τὸ ὁμοῦ συμπεφορημένον, συναγωγὴ πολλῶν πραγμάτων εἰς ἓν μέρος, σωρός, Πλούτ. 2. 955Α, Φίλων 1. 184. σύμφυρμα, ὁ αὐτ. 1. 654.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α συμφορῶ
1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός
2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος
3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.).