περιαμφιέννυμι
From LSJ
English (LSJ)
A clothe on all sides, Pl.Ti.76a.
German (Pape)
[Seite 568] (s. ἕννυμι), von allen Seiten her umkleiden, umgeben, κύκλῳ περιημφιέννυ τὴν κεφαλήν, Plat. Tim. 76 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιαμφιέννῡμι: καὶ περιαμφιεννύω, περικαλύπτω, κύκλῳ περιημφιέννυε τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Τίμ. 76Α,