βλύσις
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A bubbling up, AP9.819:—also βλύσμα, ατος, τό, Hdn.Epim.11: βλυσμός, ὁ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, = folgdm, πνεύματος Anth. IX, 819.
Greek (Liddell-Scott)
βλύσις: [ῠ], εως, ἡ, ἀνάβλυσις, Ἀνθ. II. 9. 819. ― Ὡσαύτως βλύσμα, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 11, βλυσμός, ὁ, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
écoulement d’un liquide bouillonnant, d’où bouillonnement.
Étymologie: βλύω.