ποσίνδα

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσίνδα Medium diacritics: ποσίνδα Low diacritics: ποσίνδα Capitals: ΠΟΣΙΝΔΑ
Transliteration A: posínda Transliteration B: posinda Transliteration C: posinda Beta Code: posi/nda

English (LSJ)

Adv., (πόσος)

   A how many times? π. παίζειν, = ἀρτιάζειν, play morra, X.Eq.Mag.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ποσίνδα: Ἐπίρρ. (πόσος) ποσάκις; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει ταχέως δακτύλους τινὰς τῆς ἑαυτοῦ χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ ἕτερος ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι εἶναι οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. βασιλίνδα.

French (Bailly abrégé)

adv.
(jouer) à combien (de fèves on a dans la main).
Étymologie: πόσος, -ινδα.