θωρακίζω

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκίζω Medium diacritics: θωρακίζω Low diacritics: θωρακίζω Capitals: ΘΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: thōrakízō Transliteration B: thōrakizō Transliteration C: thorakizo Beta Code: qwraki/zw

English (LSJ)

prose form of θωρήσσω,

   A arm with a breastplate or corslet, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους X.Cyr.8.8.22:—Med., put on one's breastplate, Id.An.2.2.14:—Pass., θωρακισθείς ib.3.4.35; τεθωρακισμένοι cuirassiers, Th.2.100, X.An.2.5.35; ἄγαλμα τεθ. OGI332.7 (Elaea, ii B.C.).    II generally, cover with defensive armour, τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν X.Cyr.6.1.29; ὄγκῳ . . χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ephipp.14.10: metaph., θ. ἑαυτούς, of wild boars, to sheathe themselves in mud, preparatory to fighting, Arist. HA571b16; of the ichneumon, θωρακισθεὶς πηλῷ Str.17.1.39.

German (Pape)

[Seite 1230] mit dem Brustpanzer, Harnisch versehen, panzern, wappnen; θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Xen. Cyr. 8, 8, 22; auch von der ganzen Rüstung, τοὺς δ' ἡνιόχους ἐθωράκισε πάντα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν 6, 1, 29; τεθωρακισμένος Thuc. 2, 100; ὄγκῳ χλανίδος Ephipp. bei Ath. XII, 509 d.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκίζω: μέλλ. ίσω, πεζὸς τύπος τοῦ θωρήσσω, ὁπλίζω διὰ θώρακος, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Ξεν. Κύρ. 8. 8. 22. – Μέσ., φορῶ τὸν θώρακά μου, αὐτόθι 3. 4, 35˙ οἱ τεθωρακισμένοι, φοροῦντες θώρακα, Θουκ. 2. 100, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 35. ΙΙ. καθόλου, καλύπτω δι’ ὁπλισμοῦ ἀμυντικοῦ, ἐθωράκισε πλὴν τῶνὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 29· ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ἔφιππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 10· ― μεταφ., θ. ἑαυτούς, ἐπὶ ἀγρίων κάπρων καλυπτόντων ἑαυτοὺς διὰ πηλοῦ πρὸ τῆς μάχης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· θωρακισθεὶς πηλῷ Στράβ. 812.

French (Bailly abrégé)

f. θωρακίσω, ao. ἐθωράκισα;
Pass. ao. ἐθωρακίσθην, pf. τεθωράκισμαι;
1 couvrir d’une cuirasse, cuirasser : τινά qqn ; οἱ τεθωρακισμένοι soldats armés d’une cuirasse ; ἵπποι τεθωρακισμένοι XÉN chevaux recouverts d’une cuirasse;
2 p. ext. couvrir d’une armure défensive, acc.;
Moy. θωρακίζομαι se couvrir de sa cuirasse.
Étymologie: θώραξ.