ἀδοξέω
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
A to be held in no esteem, be in ill repute, ἀδοξοῦντες, opp. οἱ δοκοῦντες, E.Hec.294, cf. D.19.103; opp. εὐδοκιμεῖν, Arist.Rh. 1372b22. II trans., hold in no esteem, in contempt, τινά J.BJ 1.26.2, al., cf. Plu.Luc.14:—hence in Pass., αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] . . ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων X.Oec.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδοξέω: εἰμὶ ἄδοξος, δὲν ἔχω καλὴν φήμην, διατελῶ ἐν δυσφημίᾳ, Εὐρ. Ἑκ. 294, Δημ. 374. 7· ― ἀντίθετον τῷ εὐδοκιμεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12. 16. ΙΙ. μεταβ. δὲν ἐκτιμῶ, δὲν θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, περιφρονῶ τινα, Πλουτ. Λούκουλ. 4: ― ἐντεῦθεν ἐν παθητ. φωνῇ: αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι]... ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων, Ξεν. Οἰκ. 4. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀδοξήσω, ao. ἠδόξησα, pf. inus.
1 être peu estimé;
2 faire peu de cas de, mépriser.
Étymologie: ἄδοξος.