τράγινος
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).
Greek (Liddell-Scott)
τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.