συνωριαστής
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.