συνεπεισπίπτω
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
English (LSJ)
A rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.
French (Bailly abrégé)
faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.