φιλόστοργος

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόστοργος Medium diacritics: φιλόστοργος Low diacritics: φιλόστοργος Capitals: ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΣ
Transliteration A: philóstorgos Transliteration B: philostorgos Transliteration C: filostorgos Beta Code: filo/storgos

English (LSJ)

ον, (στέργω, στοργή)

   A loving tenderly, affectionate, freq. of family affection, X.Cyr.1.3.2, Theoc.18.13, etc.; of a nurse, Sor.1.88; of horses, Arist.HA611a12; γένος ἀετῶν πρὸς τοὺς τρέφοντας φ. Ael.NA2.40; title of two queens named Athenais, IG22.3426.3, 3428.5; φ. εἰς ἀλλήλους Ep.Rom.12.10; περί τινα Plu. Cleom.1 (dub. constr.); φ. πρὸς τὰ τηλικαῦτα Id.2.608c: Comp., nihil -ότερον Cic.Att.13.9.1: Sup., -οτάτη διαφερόντως πρός τινα OGI 331.46 (Pergam., ii B. C.):—τὸ φ., = φιλοστοργία, X.Ages.8.1, Plu.Sol. 7; τὸ ποτὶ τὰν πατρίδα φ. Abh.Berl.Akad.1925(5).28 (Cyrene, i B. C./i A. D.). Adv. -γως Arist.HA621a29; εὐσεβῶς τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακείμενος καὶ φ. πρὸς τοὺς γονεῖς OGI229.6 (Smyrna, iii B. C.), cf. BMus.Inscr.925b12 (Branchidae, i B. C.), Plu.Fab.21; φ. ἔχειν πρός . . J.AJ4.6.8; literae φ. scriptae, Cic.Att.15.17.2: Comp. -ότερον Gp.16.21.6: Sup. -ότατα Iamb.VP7.34.

German (Pape)

[Seite 1286] zärtlich liebend, bes. von der gegenseitigen Liebe zwischen Eltern, Kindern u. Geschwistern; φύσει Xen. Cyr. 1, 3,2; Plut. Sol. 7. – Adv. φιλοστόργως; Arist. H. A. 9, 37; Cic. Att. 15, 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόστοργος: -ον, (στέργω, στοργὴ) ὁ ἀγαπῶν τρυφερῶς, μετὰ στοργῆς, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων, τῶν τέκνων καὶ τῶν ἀδελφῶν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 2, Θεόκρ. 18. 13, κλπ.· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ― φ. πρός τινα ἢ τι Πλούτ. 2. 608C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 40· εἴς τινα Ἐπιστ. π. Ρωμ. 10· περί τινα Πλουτ. Κλεομ. 1· ― τὸ φιλόστοργον = φιλοστοργία, Ξεν. Ἀγησ. 8. 1, Πλούτ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -γως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 13· φ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τινα Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 6, Πλουτ. Φάβ. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 8· literae φιλ. scriptae, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime tendrement les siens, plein de tendresse pour les siens ; τὸ φιλόστοργον la tendresse pour les siens;
Cp. φιλοστοργότερος.
Étymologie: φίλος, στοργή.