ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: ἀμφίᾰσμα | Medium diacritics: ἀμφίασμα | Low diacritics: αμφίασμα | Capitals: ΑΜΦΙΑΣΜΑ |
Transliteration A: amphíasma | Transliteration B: amphiasma | Transliteration C: amfiasma | Beta Code: a)mfi/asma |
ατος, τό,
A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.
[Seite 136] τό, = ἀμφίεσμα, L uc. equ. 17.
ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφί.