βομβώδης
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ες,
A = βομβητικός, Ael.N A6.37; of intestinal flatus, Gal.7.241.
German (Pape)
[Seite 453] ες, summend, ἦχος Ael. H. A. 6, 37.
Greek (Liddell-Scott)
βομβώδης: -ες, (εἶδος) = βομβητικός, Αἰλ. Ζ. Ἱ. 6. 37.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
bourdonnant.
Étymologie: βόμβος.