θρυλέω
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
(θρῦλος)
A make a confused noise, chatter, babble, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν Ar.Eq.348; θρυλέοιμι trisyll., Theoc.2.142. II c. acc., repeat over and over, θρυλοῦσ' ἅ γ' εἰπεῖν ἤθελον E.El.910; τὰ τοιαῦτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ -οῦσιν, ὅτι . . Pl.Phd.65b; τὰ μυθώδη... πάντες -οῦσιν Isoc.12.237; ὃ πάντες ἐθρύλουν τέως, δεῖν . . D.1.7, cf. 19.156; [τὴν τριήρη] θρυλήσει will keep talking of it, Id.21.160: abs., καθάπερ πάλαι θρυλῶ Epicur.Nat.109 G.; περὶ ἀγαθοῦ θ. Id.Fr.423: c. inf., PSI5.452.20 (iv A.D.):—Pass., to be common talk, τὸ -ούμενον, τὸ . . πανταχοῦ θ. E.Fr.285.1, cf. Isoc.Ep.6.7, Theopomp.Com.35, Antiph.246.2; τὸ θ. ποτε ἀπόρρητον D.2.6; ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη εἰρήνη Id.19.273; τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θ. Anaxipp.1.4; περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς Arist.Rh.1415a3; αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι ib.1395a10; τὰ θ. περὶ τὸν βάτραχον Id.HA620b11; τινῶν λόγων ὑπὸ τῆς μητρός μου θρυλησθέντων (sic) UPZ144.45 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
θρῡλέω: (κοινῶς θρυλλέω, ἴδε ἐν λ. θρῦλος)· - ποιῶ συγκεχυμένον θόρυβον, φλυαρῶ, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 348· ἐν Θεοκρ. 2. 142 θρυλέωμι (θρυλέοιμι Ahrens) εἶναι τρισύλλαβον κατὰ συνίζησιν τοῦ -έω. ΙΙ. μετ. αἰτιατ. πράγμ., συνεχῶς ὁμιλῶ περί τινος πράγματος, ἐπαναλαμβάνω συχνάκις, Λατ. decantare, θρυλοῦσ’ ἅ γ’ εἰπεῖν ἤθελον Εὐρ. Ἠλ. 910· τὰ τοιαύτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν... ὅτι... Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 65Β· τὰ μυθώδη... ἃ πάντες θρυλοῦσιν Ἰσοκρ. 282Β· ὃ πάντες ἐθρύλουν τέως, ὡς δεῖ... Δημ. 11. 1, πρβλ. 30. 21., 390. 5· τὴν τριήρη θρυλήσει, θὰ ἐπιμείνῃ λαλῶν περὶ τῆς τρ., αὐτόθι 566. 15 - Παθ., εἶμαι θέμα κοινῆς ὁμιλίας, τὸ θρυλούμενον, περὶ οὗ πάντες λαλοῦσι, περὶ οὗ γίνεται πολὺς λόγος, τὸ... πανταχοῦ θρ. Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 419C· τὸ θρ. ποτὲ ἀπόρρητον Δημ. 19. 27· ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη εἰρήνη ὁ ἀυτ. 528 ἐν τέλ.· τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θρ. Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 4· οὕτω, περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 4· αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι ἀυτόθι 2. 21, 11· τὰ τεθρ. περὶ τὸν βάτραχον ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 37, 1, κτλ. - ἐν Σοφ. Φιλ. 1401 τεθρήνηται ἐκ διορθώσεως.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mieux que θρυλλέω;
1 murmurer, chuchoter;
2 répéter sans cesse ou partout, redire à satiété ; Pass. τὸ τεθρυλημένον πολλοῖς ARSTT ce que tout le monde répète, lieu commun.
Étymologie: θρῦλος.