ἀνταγωνιστέω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
A oppose, be a rival, Arist.Rh.1416b14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγωνιστέω: εἶμαι ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être adversaire.
Étymologie: ἀνταγωνιστής.