διατυπόω
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A form, χαρακτῆρας D.S.3.67; δ. νόμους give them a lasting form, Luc.Jud.Voc.5:—Pass., LXX Wi.19.6, D.S.4.11,al., Sor.1.59; of seals, to be engraved, Arist.Aud.801b5. 2 metaph., imagine, conceive, Act., Luc.Alex.4; δ. τῇ φαντασίᾳ Chor.p.213 B., cf. Hdn.4.3.8; represent, portray, Plu.2.83a; χρώμασί τι Lib.Eth. 27.2. 3 make dispositions, of a testator, Just.Nov.1.2.2; of a legislator, ib.3Praef.:—Pass., ib.6.1.1; to be arranged, regulated by agreement, μεταξὺ τῶν Ἑλλγνίδων πόλεων . . ὁπόσα χρὴ ἑκάστην . . λύειν IG7.24.4.
German (Pape)
[Seite 608] ausbilden, gestalten, VLL. διατίθεσθαι, διαπλάττεσθαι; D. Sic. 4, 11; νόμους, festsetzen, Luc. Iud. voc. 5. Uebertr., in Gedanken gestalten, sich vorstellen, τί, Luc. Alex. 4; τῇ φαντασίᾳ, Liban., im Sinne haben, Hdn. 4, 3, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διατῠπόω: διαμορφῶ, σχηματίζω ἐντελῶς, Διόδ. 4.11· δ. νόμους, παρέχω εἰς αὐτοὺς μορφὴν ἢ τύπον διηνεκῆ καὶ μόνιμον, Λουκ. Δίκ. Φων. 5. - Παθ., Ἀριστ. Ἀκουσμ. 21.
2) μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φαντάζομαι, ὑποθέτω, Ἀριστ. Φυτ. 1.2,11· οὕτως ἐν τῷ ένεργ., Λουκ. Ἀλεξ. 4· παριστάνω, Πλούτ. 2.83Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
façonner, modeler : νόμους LUC rédiger des lois ; fig. δ. τι se figurer qch.
Étymologie: διά, τυπόω.