τιτθεία
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
ἡ,
A nursing, D.57.42, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, das Säugen der Amme, Ammendienst, Dem. 57, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τιτθεία: ἡ, τιθήνησις, ἐπιμέλεια, ἀπὸ ταύτης τῆς τιτθείας Δημ. 1312. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
allaitement ; soins à un enfant.
Étymologie: τίτθη.