χορδεύω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδεύω Medium diacritics: χορδεύω Low diacritics: χορδεύω Capitals: ΧΟΡΔΕΥΩ
Transliteration A: chordeúō Transliteration B: chordeuō Transliteration C: chordeyo Beta Code: xordeu/w

English (LSJ)

   A make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα make mince-meat of state-affairs, ib.214.

Greek (Liddell-Scott)

χορδεύω: κατασκευάζω ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, τουτέστι σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ ὄνομα εἴρηται. ὥσπερ γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. καταχορδεύω.

French (Bailly abrégé)

faire du boudin ; fig. χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.
Étymologie: χορδή.